ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΦΤΕΡΑ
Νύχτα.
Ήσυχο σπίτι.
Αγαπημένες ανάσες
πάνε κι έρχονται
στ αυτιά μου.
Κι εκεί που όλα ησυχάζουν, (more…)
ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΦΤΕΡΑ
Νύχτα.
Ήσυχο σπίτι.
Αγαπημένες ανάσες
πάνε κι έρχονται
στ αυτιά μου.
Κι εκεί που όλα ησυχάζουν, (more…)
Ήρθε απρόσκλητος.
Μπήκε μέσα στην ζωή της ακροπατώντας, κάθισε στην μέση μέση για να τον βλέπουν όλοι , άναψε τσιγαράκι και χαμογελούσε όλο νόημα.
Φορούσε άσπρα ρούχα και ένα κατακόκκινο σακάκι, τόσο κόκκινο σαν άνοιξη.
Tον είχε ξανασυναντήσει πριν χρόνια μα ούτε που τον θυμόταν.
Βέβαια που και που κάτι της θύμιζε ,κάπου μέσα της υπήρχε αυτή η φλόγα που τώρα έβλεπε να καίει στα μάτια του, μα η τρέλα της για κείνον δεν την άφηνε να θυμηθεί.
(more…)
Έχει φτάσει πια λίγο μετά τα σαράντα και σαν μεγάλη κοπέλα που είναι ξέρει πως δεν μπορεί να το αναβάλει άλλο.
Πρέπει λοιπόν να ετοιμαστεί όσο καλύτερα μπορεί.
Τα παιδιά και ο άντρας της λείπουν, οπότε είναι ευκαιρία να πάει στο
ραντεβού της χωρίς να το καταλάβει κανένας.
Βέβαια θα ήθελε να το αποφύγει αλλά είναι μία εκκρεμότητα που πρέπει να τακτοποιηθεί. (more…)
ΦΥΓΕ !
Επιτέλους τα κατάφερε.
Χρόνια την κυνηγούσε.
Ήξερε πως κάθε βράδυ θα την επισκεφτεί και ότι μάταια προσπαθούσε να εμποδίσει τον ερχομό της.
Κλείδωνε τις πόρτες, σφάλιζε τα παράθυρα, έσβηνε τα φώτα.
Άδικα.
Λες και ζωγράφιζε κύκλους στο νερό και μετά προσπαθώντας να ισορροπήσει πάνω τους, έπεφτε και πνιγόταν.
Τρύπωνε στο σπίτι της και στην ψυχή της μ’ ένα τρόπο μαγικό και ανεξήγητο. (more…)
Περίεργος άνθρωπος:
Είχε ένα μυστήριο χάρισμα από παιδί.
Έγραφε μια λέξη και την έκανε ιστορία…
Έβρισκε ένα δάκρυ και το έκανε συμφορά….
Ένα τίποτα και το έκανε θαυμαστικό… (more…)
Η Άννα είναι η μεγαλύτερη από τις δύο αδερφές.
Θα μπορούσες να την παρομοιάσεις με το φθινόπωρο.
Έχει μια μελαγχολία στο βλέμμα κι ένα παράξενο φως στα μάτια λες κι η θλίψη ξέχασε το φαναράκι της αναμμένο πάνω στα ματόκλαδα της.
Η Μαρίνα είναι η μικρότερη από τις δύο και δεν μπορείς να την παρομοιάσεις με τίποτα. (more…)
Επιτέλους τα κατάφερε.
Χρόνια την κυνηγούσε.
Ήξερε πως κάθε βράδυ θα την επισκεφτεί και ότι μάταια προσπαθούσε να εμποδίσει τον ερχομό της.
Κλείδωνε τις πόρτες, σφάλιζε τα παράθυρα, έσβηνε τα φώτα.
Άδικα.
Λες και ζωγράφιζε κύκλους στο νερό και μετά προσπαθώντας να ισορροπήσει πάνω τους, έπεφτε και πνιγόταν. (more…)
Τον ήξερε χρόνια.
Δεν είχαν ιδιαίτερες σχέσεις, μα τον περίμενε κάθε πρωί να της πει καλημέρα.
Η παρουσία του ,χωρίς να το καταλάβει της ήταν απαραίτητη σαν το πρωινό ελληνικό καφεδάκι της.
Ένοιωθε γι’ αυτόν μια περίεργη έλξη ,λες κι ήταν ένα μυστήριο που έπρεπε να λύσει. (more…)
Το καλοκαίρι φορούσε κατακίτρινο φόρεμα.
Είχε φορτωθεί χιλιάδες υποσχέσεις και μπαινόβγαινε μέσα της.
Της έδινε υποσχέσεις μυρωδάτες σαν φρεσκοκομμένο καρπούζι και την καλούσε να κυλιστεί μαζί του στην αμμουδιά.
Μα εκείνη δεν το πίστευε.
-Είσαι ψεύτης του έλεγε κι εκείνο θύμωνε και πατούσε με οργή τα λουλούδια που είχαν ανθίσει στις γλάστρες της.
Κάποια στιγμή κατάλαβε πως το καλοκαίρι ξεπηδούσε από μέσα της. (more…)
Σιώπησες
κι άφησες τις ανάσες
να γράφουν λέξεις στον αέρα.
Ξάπλωσες
κι ήρθα κοντά σου σιωπηλά,
έρωτας ντυμένη. (more…)