Άγονη γραμμή

30 Ιουνίου 2008

Η αρχαία πόλη Λάμων *

Filed under: Μακρής Χρίστος — Άγονη Γραμμή @ 6:53 μμ

Παρατηρήσεις και συμπεράσματα από τις επιφανειακές αρχαιολογικές ενδείξεις στην περιφέρεια του Πλακιά..

Ο Π λ α κ ι άς βρίσκεται στα νοτιοδυτικά παράλια του νομού Ρεθύμνης και συγκεκριμένα νοτιοανατολικά των Σελλιών, το δε ανατολικό του μέρος, που είναι και το μεγαλύτερο, στην πεδινή παραθαλάσσια λωρίδα, που απλώνεται νότια της Μύρθιου και υπάγεται στην κοινότητά της, με όριο το ρεύμα του Κοτσυφού. Εδώ όμως αντιμετωπίζεται ως ενιαίος χώρος, όπως και είναι γεωγραφικά και όπως και ήταν, καθώς θα δούμε, αιώνες και χιλιετίες πριν από τη σημερινή διαίρεση, ως πολιτεία.

Τετρακόσα (400) μ. περ. βόρεια της ακτής του κόλπου του Πλακιά και περ. εκατό (100) δυτικά του ποταμού του Κοτσυφού βρίσκεται ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής. Ο σημερινός είναι κτισμένος στη θέση ακριβώς ενός παλαιότερου,.

Σύμφωνα με την κάτοψη αυτή, ο αρχικός ναΐσκος πρέπει να ήταν πλατύτερος κατά το μισό πλάτος του προηγουμένου

Έχω δηλαδή τη γνώμη ότι ο νότιος τοίχος του αρχικού ναϋδρίου είχε καταρρεύσει από κάποια αιτία, που τώρα πια δεν μπορούμε να εξακριβώσουμε. Ίσως η αιτία αυτή να ήταν σεισμός, χωρίς να αποκλείεται να συνέβαλε και το επικλινές έδαφος. Ανασυγκροτήθηκε όμως γρήγορα και βιαστικά, όπως παρουσιάζεται στην πρώτη κάτοψη. Τότε είναι που πρέπει να έκτισαν και τον αναλημματικό τοίχο από τα νότια και νοτιοανατολικά του και ως αντισεισμικό στήριγμα. Ο τοίχος αυτός σώζεται και σήμερα.

Η τοπική παράδοση μνημονεύει την κατάρρευση του νότιου τοίχου της εκκλησίας και τη συνδέει με πειρατική επιδρομή. Πειρατές δηλ. που αποβιβάστηκαν στην παραλία του Πλακιά όρμησαν να αρπάσουν δυο νέες. Εκείνες έσπευσαν προς το ναϊσκο ζητώντας τη σωτηρία των κάτω από τη σκέπη του και την προστασία της Παναγίας. Έφθασαν όμως σχεδόν αμέσως και οι πειρατές και, ενώ προσπαθούσαν να παραβιάσουν την είσοδο της εκκλησίας για να αρπάσουν τις νέες, η εκκλησία «εσκίστηνε» και οι νέες εκατέφυγαν στον ελαιώνα, που άρχιζε, όπως καιτώρα, αμέσως μετά την εκκλησία, και σώθηκαν. Χωρίς αμφιβολία, η παράδοση αυτή απηχεί όχι μόνο την κατάρρευση του νότιου τοίχου της αρχικής εκκλησίας αλλά και τους δύσκολους καιρούς που συνέβη, για να επακολουθήσει αμέσως η πλημμελής αποκατάσταση της, ώστε να συνεχίσει η «χάρη» της Παναγίας να παρέχει την προστασία της στον χειμαζόμενο λαό.

Όταν όμως, πριν από δέκα (10) περ. χρόνια, ο κολοβός, αλλά τόσο αντιπροσωπευτικός και συμβολικός της εποχής του, ναΐσκος κατεδαφίστηκε και έγιναν, όπως ήταν επόμενο, οι αναγκαίες εκχωματώσεις για να θεμελιωθεί και ανυψωθεί ο σημερινός τελευταίος, ήρθαν στην επιφάνεια τμήματα μαρμάρινων αράβδωτων κιόνων. Η διάμετρος των είναι περ. 0,30 μ. και το ύψος των ως έγγιστα 1,20 του ενός και 0,60 μ. του άλλου. Είναι λογικό να υποθέσαμε, ότι και άλλα αρχιτεκτονικά τμήματα μικρότερα ή μεγαλύτερα, όπως και αντικείμενα ίσως ολόκληρα ή αποσπάσματά των, θα ευρίσκονται κάτω από το χώρο της σημερινής εκκλησίας. Για να είμαστε όμως απόλυτα ακριβείς πρέπει να διευκρινήσομε, ότι εκσκαφή του δαπέδου έγινε μόνο στη θέση που ανοίχτηκαν τα θεμέλια του καινούργιου ναού. Ο αρχικός λοιπόν πρέπει να ήταν πρωτοβυζαντινός. Με την άποψη αυτή τάσσεται και ο μεγάλος αριθμός των βυζαντινών οστράκων που ο επισκέπτης του χώρου βλέπει να είναι διάσπαρτα στο μικρό τετράγωνο περίκλειστο ελαιώνα, που εκτείνεται νότια και ανατολικά της εκκλησίας. Το να υποθέσει ότι ο αρχικός πρωτοβυζαντινός δημιουργήθηκε στη θέση υστερορωμαϊκής οικοδομής, με συγγενικήαρχιτεκτονική ή και προορισμό και ύστερα από την αναγκαία μετασκευή της, ίσως να μη βρίσκεται εκτός πραγμάτων, είναι όμως ελάχιστα τα ρωμαϊκά όστρακα που βλέπει κανείς εκεί, για να τα θεωρήσει επαρκή ένδειξη αυτής της υπόθεσης. Θα δούμε εντούτοις παρακάτω ότι σε μικρή απόσταση υπάρχουν τα λείψανα ρωμαϊκής οικοδομής.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για το πλήθος των τάφων στη θέση που μας απασχολεί. Είναι πασίγνωστη στους ντόπιους η πληροφορία, ότι εδώ, συχνά και από ένα αιώνα τουλάχιστο, είχε συμβεί, όταν εκαλλιεργείτο ο περίκλειστος ελαιώνας, όπου η εκκλησία της Παναγίας, τα πόδια των βοδιών να βυθίζονται που και που βαθύτερα στο χώμα. Ο κάτοχος και καλλιεργητής εξετάζοντας την αιτία εύρισκε τάφους. Όταν, αργότερα, έγινε κατασκευή τουριστικών μονάδων στον ίδιο ελαιώνα, πάλι αποκαλύφθηκαν τάφοι στα σημεία διάνοιξης των θεμέλιων. Είδα και ο ίδιος τάφους αυτής της περίπτωσης. Ήταν στενόμακροι και σχετικά αβαθείς, είχαν πρόχειρα τοιχάρια και στις τέσσερις πλευρές, ήταν σκεπασμένοι με ημίεργες πλάκες και δεν είχαν κτερίσματα. Εξετάζοντας την επιφάνεια και του γύρω χώρου, ύστερα από την προηγούμενηπαρατήρηση, εντόπισα βορειοδυτικά της εκκλησίας και στη νότια πλευρά του υπερκείμενου της λόφου ακόμη ένα τάφο του ίδιου ακριβώς τύπου. Οι καλυπτήριες πλάκες του όμως είχανε ξαφανιστεί, καθώς το σημείο εκείνο, λόγω της θέσης του, όχι μόνο δεν εδέχετο προσχώσεις, αλλά, αντίθετα, υφίστατο διαβρώσεις. Οι πλάκες του επομένως ήταν ορατές και αφαιρέθηκαν για άλλη χρήση και γιατί όχι και από απλή περιέργεια.

Ολόκληρος όμως ο λόφος αυτός είναι διάσπαρτος από καλυπτήριες πλάκες (τάφων) και πολλές τέτοιες ήρθαν στην επιφάνεια, όταν από ανατολικά του χαράκτηκε αγροτικός δρόμος. Πρόκειται για νεκροταφείο – νεκρόπολη, όπως λέγεται επί το εντυπωσιακότερο, που η έκτασή του ξεπερνά τα πέντε (5) στρέμματα. Από το πλήθος μάλιστα των καλυπτηρίων αυτών πλακών, που είναι μικρών διαστάσεων και επομένως πάρα πολλές, η θέση αυτή ονομάστηκε Πλακιάς, χώρος δηλ. με πάρα πολλές πλάκες. Η ονοματοθέτηση αυτή ίσως να συνέβη και πριν ακόμη η πόλη σβήσει, πριν δηλ. παύσει να χρησιμοποιείται το νεκροταφείο αυτό και οπωσδήποτε πριν οι πλάκες αυτές καλυφθούν από τις προσχώσεις ή αφαιρεθούν για άλλες χρήσεις (οικοδομές και ιδίως ξηρολιθιές). Με την εξαφάνιση όμως της αρχαίας πόλης το τοπωνύμιο κατέλαβε με τονκαιρό και τον υπόλοιπο πεδινό χώρο που κατείχε η ανύπαρκτη πια εκείνη πόλη, εκτοπίζοντας το ευάλωτο πλέον όνομα της, και ύστερα και ολόκληρο τον κόλπο. Έτσι ονομάστηκε Πλακιάς μια έκταση που δεν έχει πουθενά καν μία πλάκα.

Υπάρχει όμως και δεύτερο νεκροταφείο, βορειότερα από το προηγούμενο περ. τετρακόσια (400) μ. στη θέση Κόκκινος λαγκός και επίσης επάνω σε λόφο. Παρουσιάζονται εδώ οι ίδιες ενδείξεις στην επιφάνεια, που είδαμε και στο πρώτο, και κατά σύμπτωση και πάλι και δεύτερο γλωσσολογικό παράδοξο, αφού η λέξη λαγκός χαρακτηρίζει πάντα πεδινή έκταση και ποτέ λόφο. Στη σύντομη περιήγηση μας μάλιστα θα συναντήσαμε και τρίτο νεκροταφείο ποικιλότερο σε τάφους, αλλά αβέβαιης έκτασης και συνοχής. Πρέπει όμως να σημειώσουμε εδώ ότι, για να γίνουν πιο συγκεκριμένα τα πράγματα ,είναι αναγκαία έστω και πρόχειρη ανασκαφική έρευνα για την εξακρίβωση της πυκνότητας των τάφων πρώτα – πρώτα και ύστερα και των εποχών που ανήκουν, σε συσχετισμό μάλιστα με την παρακείμενη και, τελικά, εξαφανισθείσα πόλη. Ίσως από την ανασκαφική αυτή έρευνα να προκύψουν και άλλα στοιχεία, καίρια ασφαλώς για την Ιστορία της, όπως είναι οι επιγραφές και τα νομίσματα, για να μην αναφερθούμε και σε πάρα πέρα εκπλήξεις, με τις οποίες όχι πάντα μας αιφνιδιάζουν οι ανασκαφές.

Και τώρα που έχει γίνει λόγος για τις νεκροπόλεις της εξαφανισθείσας πόλης, που λανθάνει στην αφήγηση μας και που ανιχνεύουμε, είναι ώρα να μιλήσουμε και για τους οικισμούς που προέκυψαν απ’ αυτήν, αφού στη μελέτη μας ακολουθούμε πρωθύστερη πορεία, συνδυάζοντας την με την περιήγηση επί της επιφανείας του εδάφους. Από τους οικισμούς μάλιστα αυτούς προέκυψαν και τα γύρω χωριά, ενμέρει βέβαια, όπως ίσως και για πρώτη φάση και από την ίδια την πόλη, όταν άρχισε να συρρικνώνεται. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Πλακιάς, αλλά όχι ασφαλώς με τη σημερινή του τουριστική εμφάνιση, που η ζωή του από τη μινωική εποχή μέχρι σήμερα υπήρξεν αδιάκοπη, όπως θα φανεί από άλλα σημεία της παρούσας έκθεσης, ο Άγιος Γεώργιος γύρω από τη σωζόμενη εκκλησία του ομώνυμου Αγίου, το Ξερό χωριό και πιθανώς και άλλος στη βορειότερη θέση Γκρεμνομούρι. Πιθανότατα από τη συρρίκνωση της ίδιας πόλης προέκυψε και το Νέο Χωριό, του οποίου διατηρείται ακόμη ο ερειπιώνας και που επιβίωσε πολύ περισσότερο από τους προηγούμενους, εκτός του Πλακιά βέβαια, λόγω και της σύνδεσής |του με τη μονή Πρέβελη. Παρόμοιο φαινόμενο επιβίωσης οικισμού, ένεκα δηλ. και της σύνδεσης του με μονή, βρίσκομε και στην περιοχή του Φοινικιά, δυτικά των Σελλιών. Κατά διασωζόμενη μάλιστα παράδοση η σημερινή Μύρθιος πρόκυψε από τη μετοίκηση στη θέση της των κατοίκων του Αγίου Γεωργίου. Με την παράδοση αυτή συνάδει και το αρχαιοπινές τοπωνύμιο Μύρθιος(η) καταγόμενο κατευθείαν από το μ ύ ρ τ ο ς (η), ενώ το μεσαιωνικό και νεοελληνικό στην Κρητική διάλεκτο είναι μ υ ρ τ έ (η) και μυρταρές (ο).

Μετακινούμενοι ανατολικά από την εκκλησία της Παναγίας και το γύρω της νεκροταφείο και περ. εκατό (100) μ., αφού περάσαμε το ρέμα του Κοτσυφού, βρίσκομε τα λείψανα της ρωμαϊκής κατασκευής που προηγουμένως εσημειώσαμε. Πρόκειται για λείψανα υποκαύστου. Τα λείψανα αυτά προκύψαν, όταν ο ιδιοκτήτης του χώρου έκανε της αναγκαίες εργασίες για τη δημιουργία του τουριστικού συγκροτήματος που βλέπει τώρα κανείς εκεί. Το υπόκαυστο μάλιστα βρέθηκε στο σημείο, που ανοίχτηκε ο ασβεστόλακος και σε βάθος σχεδόν δύο (2) μ. Ο όλος χώρος φαίνεται ύποπτος, ιδίως στα ανατολικά του, όπου αρχίζει να ανυψώνεται το έδαφος και όπου σχεδόν και τα λείψανα του υποκαύστου. Υπέδειξε όμως ο ιδιοκτήτης της την ύπαρξη του, αφού τελείωσε τις εργασίες του. Εάν και άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία προκύψαν τότε, αλλά καταστράφηκαν ή εξαφανίστηκαν για εξυπακουόμενους λόγους, δεν γνωρίζομε, αν και το θεωρούμε πολύ πιθανό. Όπως και το ότι μπορεί να υπάρχουν και άλλα από τα αρχιτεκτονικά αυτά αποσπάσματα σε σημεία της γης που δεν διαταράχτηκαν είτε γιατί το έδαφος δεν ανασκάφηκε είτε γιατί βρίσκονται βαθύτερα από όσο ανασκάφηκε.

Ακόμη ανατολικότερα από τη θέση αυτή και γύρω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που μας έχει ήδη απασχολήσει, παρατηρεί κανείς όστρακα κυρίως ρωμαϊκά και πέτρες προερχόμενες ίσως από οικοδομές. Σε μικρή απόσταση μάλιστα από τη δυτική πλευρά της εκκλησίας, όπου και η είσοδος της, διασώζεται ακόμη τμήμα ρωμαϊκού τοίχου μαζί με πολλούς λίθους γύρω του, σχεδόν σωρηδόν. Κοντά στην εκκλησία αποκαλύφτηκαν και τάφοι στενόμακροι κατά τις πληροφορίες μας, παλαιότερα, όταν εγίνετο καλλιέργεια των αγροκτημάτων στην περιοχή του Αγ. Γεωργίου. Ο πληροφοριοδότης μας κ. Κυριάκος Τζανιδάκης ήταν ο ίδιος καλλιεργητής. Οι περισσότερες από αυτές τις ενδείξεις – όχι όμως και ο ρωμαϊκός τοίχος- εξαφανίστηκαν λόγω της επί τόπου πυκνής μάλιστα δόμησης, όπου οδήγησε η ανεξέλεγκτη και ανεπίβλεπτη από αρμόδια όργανα τουριστική ανάπτυξη του Πλακιά. Περίπου εβδομήντα(70) μ. βορειανατολικά από την ίδια εκκλησία, απ’ όπου αρχίζει ο λόφος με το τούρκικο φρούριο στην κορυφή του και από το οποίο πήρε και την ονομασία του Κουλές, υπάρχουν ίχνη τάφων. Οι τάφοι αυτοί ή τουλάχιστο μερικοί από αυτούς πρέπει να ήσαν ρωμαϊκοί, αφού παρατηρήθηκαν επί τόπου όστρακα από ρωμαϊκά αγγεία και ίσως και από κεραμοστεγείς ρωμαϊκούς τάφους. Υπάρχουν και όστρακα μεσαιωνικά και της Τουρκοκρατίας. Για μερικά άλλα γεννάται η υποψία ότι είναι μινωικά. Στον υπερκείμενο βορειοδυτικό λόφο Κουλέ, που παρουσιάσαμε λίγο παραπάνω, θα περίμενε κανείς κάποια μινωική εγκατάσταση και μάλλον μινωική έπαυλη, επειδή η θέση του είναι και περίοπτη και δεσπόζουσα και δυτικά του και ανατολικά του της λεγόμενης σήμερα Παλιάς. Όμως είναι ο ίδιος λόφος, και αισθητικός κρίκος μεταξύ των βουνών που αποκλείουν τη Γιαλιά από την προς βορράν της ξηρά και της Κάτω Κορφής που περικλείει ενμέρει τη θάλασσα της από το νότο και καταλήγει στο ακρωτήριο Μουρί, σχηματίζοντας έτσι τον κόλπο, προς τον οποίον έχει και άνετη θέα. Εντούτοις, εκτός από τον τούρκικο Κουλέ, που βρίσκεται στην κορυφή του και οικοδομήθηκε τα χρόνια της επανάστασης του 1866, δεν παρατηρεί κανείς όστρακα άλλα παρά μόνον υστερότερα μεσαιωνικά και της εποχής της Τουρκοκρατίας.

Νοτιοανατολικά από τις δυο προηγούμενες θέσεις και προς τη νοτιοανατολική πλευρά του κόλπου του Πλακιά, σε απόσταση εξακόσα (600) περ. μ. από τη θάλασσα και τετρακόσα (400)περ. από το σημερινό δρόμο βρίσκεται η θέση Ξηρό χωριό, για την προέλευση του οποίου αναφέραμε προηγουμένως. Εδώ όμως θα φανεί ότι το Ξηρό χωριό, όπως είναι το σημερινό του όνομα, ήταν ο πιθανός τουλάχιστο πρόγονος της πόλης, που σβήνοντας ανταπόδωσε τα οφειλόμενα στον πιθανό γεννήτορα. Η θέση αυτή περιέχει ακόμη και σήμερα πλήθος οστράκων και σε έκταση πενήντα (50) περ. στρεμμάτων. Φορτία ολόκληρα απ’ αυτά είχαν χρησιμοποιηθεί παλαιότερα για την κατασκευή ιδιαίτερα φούρνων από τους κατοίκους των γύρω χωριών. Ένας τέτοιος βρίσκεται ακόμη αδιατάρακτος εν μέσω των ερειπίων της οικίας του αποθανόντος Γερουκάκη στο χωριό Μύρθιος. Τα πλείστα από τα όστρακα της περιοχής αυτής, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο εφθαρμένα, διατηρούν κοκκινωπό χρώμα και πρέπει, ως φαίνεται, να είναι μεσομινωϊκά και υστερομινωικά. Άλλα είναι μεταγενέστερα και απ’ αυτά μερικά τουλάχιστο είναι ρωμαϊκά. Εξάλλου, προς τα βόρεια του χώρου αυτού βρέθηκε τάφος, που κατά τις πληροφορίες μας πρέπει να ήταν ελληνορωμαϊκός κεραμοστεγής. Επειδή κυριαρχούν σε τόση έκταση και πυκνότητα τα μεσομινωϊκά και υστερομινωικά όστρακα, νομίζω πως είναι αρκετά πειστική η υπόθεση ότι στη θέση αυτή υπήρχε οικισμός επαρχιακού γεωργικού κυρίως χαρακτήρα κατά τη μεσομινωϊκή και υστερομινωική εποχή σε σύνδεση, όπως υποστηρίζομε αλλού, με τον Πλακιά και ότι αυτός ο οικισμός υπήρξεν, όπως εσημειώσαμε, ο απώτερος πρόγονος της Πόλης που επίσης αλλού προσπαθούμε να προσδιορίσομε. Είναι κατά τη γνώμη μου υπερεπείγουσα η ανάγκη συστηματικής ανασκαφικής έρευνας αυτής της θέσης, τώρα όμως, που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η καταστροφή.

Ύστερα από όλα όσα έχουν εκτεθεί για τον ενιαίο σημερινό χώρο του Πλακιά, νομίζω πως δικαιούμαστε να διατυπώσουμε και μερικά γενικά ιστορικά συμπεράσματα για τη θέση αυτή. Το ότι η ανθρώπινη ζωή πρέπει να ήταν συνεχής σ’ αυτή τουλάχιστον από τη μεσομινωϊκή εποχή, έστω δηλ. από τους πρώτους αιώνες της 2ης χιλιετίας μέχρι και σήμερα και παρ’ όλα τα παρουσιαζόμενα κενά στις επιφανειακές αρχαιολογικές ενδείξεις, όπως και στις γραπτές πηγές, δεν μπορεί να υπάρξει καμιά σοβαρή αμφισβήτηση. Η σχετική ευφορία των πλησιοχώρων εδαφών της Γιαλιάς ακόμη και σήμερα, η ύπαρξη υδατίνων πηγών σε πολλά σημεία της ευρύτερης αυτής περιοχής, που ήσαν όχι μόνο περισσότερες παλαιότερα αλλά τότε και κατά πολύ αποδοτικότερες – μόνο στην περιφέρεια των Σελλιών ανέρχονται σήμερα σε εβδομήντα(70) συνολικά μαζί βέβαια μ’ εκείνες που «ανοίγουν» τον χειμώνα μόνο-, οι έκτακτες κλιματολογικές συνθήκες και η δυνατότητα επικοινωνίας του χώρου αυτού, πολύ περισσότερο δια θαλάσσης παρά δια ξηράς, με άλλες περιοχές και για τις παντός είδους εμπορικοοικονομικές σχέσεις των ανθρώπων είναι λόγοι ισχυροί για την πειστικότητα της υπόθεσης που εδώ υποστηρίζομε. Κατά τα δεδομένα, εξάλλου, της Γεωλογίας και της Ιστορικής Γεωγραφίας αφενός και των θαλασσίων μέσων και τρόπων επικοινωνίας αφετέρου, η εικόνα της ευρύτερης αυτής περιοχής ήταν η ακόλουθη μέχρι και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και ακριβώς πριν δημιουργηθούν, ελάχιστα χρόνια ύστερα από αυτόν, οι σημερινοί αυτοκινητόδρομοι. Τα όρη που αποκλείουν την περιοχή της Γιαλιάς από την προς Βορράν ενδοχώρα έχουν μεν τρία ρήγματα (φαράγγι του Κοτσυφού, Κουρταλιώτικο και Μέσα φαράγγι), η διάβαση των όμως ήτανε πολύ δυσχερής και καμιά φορά και εντελώς αδύνατη, όταν οι χειμερινές κακοκαιρίες βρισκόντουσαν έστω και σε κάποια έξαρση ή εμαίνοντο οι βόρειοι άνεμοι οποτεδήποτε του έτους. Εξάλλου, και όταν οι καιρικές συνθήκες δεν ήσαν δυσμενείς, μόνο μικρές ποσότητες εμπορευμάτων ήτανε δυνατόν να διακινηθούν δια των διαβάσεων των φαραγγιών αυτών και μάλιστα μόνο δια των δύο πρώτων. Το εμπόριο, εφόσον επρόκειτο για μεγάλες ποσότητες, όπως η εξαγωγή χαρουπιών ή πυρήνας ή η εισαγωγή ξυλείας διενεργείτο δια θαλάσσης. Ως σκάλα του εμπορίου αυτού η μοναδική κατάλληλη θέση ήταν (και είναι) το σημερινό Κατσούνι. Η δε μοναδικότητα της προκύπτει από τους γεωφυσικούς και γεωγραφικούς όρους της Γιαλιάς αφενός και των ακτών του Κόλπου του Πλακιά αφετέρου. Δεν επιτρέπει όμως ο χώρος εδώ να τους καταδείξουμε.

Ανακεφαλαιώνοντας τις παρατηρήσεις μας για το χώρο του Πλακιά με σκοπό τη νοητή αναπαράσταση της αρχαίας πόλης και γενικότερα της όλης εικόνας του ιστορικού και προϊστορικού παρελθόντος του χώρου αυτού, θα πρέπει, με βάση πάντοτε τις παρατηρήσεις αυτές, να καταλήξαμε στην ακόλουθη τελική παρουσίαση. Η πόλη άρχιζε από τον Κόκκινο λαγκό, όπου το βόρειο νεκροταφείο της, δυτικά του ρεύματος του Κοτσυφού, και από το Γκρεμνομούρι ανατολικά του. Στη θέση Γκρεμνομούρι και ιδιαίτερα στο σημείο της Τσιγκουναρές παρατηρήσαμε τοίχο οικοδομής, που διασώθηκε, επειδή συνέβαινε να χρησιμεύει ως ανάλημμα του εδάφους και μετά τον αναδασμό των ελαιώνων και λοιπών γαιών της περιοχής και την καλλιέργεια των με τα σύγχρονα μηχανικά μέσα βαθειάς άρωσης. Στην ίδια θέση διατηρότανε περίεργη, κατά τις ασυμπλήρωτες πληροφορίες μας, οικοδομή και μέχρι την εποχή του αναδασμού, που σημειώσαμε. Ήταν μια κομψή κατασκευή από ξερολιθιά. Κοντά στη θέση αυτή και δυτικά της υπάρχει και σήμερα μέγας λιθοσωρός, που γεννά την υπόνοια ότι δημιουργήθηκε από τη διάλυση μάλλον σπιτιού. Από τα σημεία αυτά η αρχαία Πόλη έφτανε μέχρι τη θάλασσα, απλωμένη, όπως εξυπακούεται, εκατέρωθεν του ποταμού και κυρίως ανατολικά του καταλαμβάνουσα τα επίπεδα εδάφη. Το βόρειο όμως ήμισυ της, δηλ. από την εκκλησία της Παναγίας και την ανατολικά της και μετά τον Ποταμό αναφερθείσα τουριστική εγκατάσταση, θεωρούμε μικρότερης σημασίας. Θα είχεν ο συνοικισμός αυτός χαρακτήρα αγροτικό και κτηνοτροφικό και ας πούμε και βιομηχανικό, όπως δείχνουν τα λείψανα των νερόμυλων, που αρχίζουν απ’ αυτόν και επεκτείνονται προς Β., ακολουθώντας το ρέμα του Κοτσυφού, και υποδηλώνει ενγένει και η ενδοχώρα. Διότι, προφανώς, η θάλασσα ήταν που ρύθμιζε τη ζωτικότητα των συνοικισμών της. Το μάκρος του από Β. προς Ν. άξονα της πόλης αυτής είναι τουλάχιστο οκτακόσα (800) μ. Επεκτεινότανε όμως και σε όλο τον τριγωνικό, πεδινό χώρο, όπως αυτός ορίζεται και περικλείεται από τους λόφους, που βρίσκονται βορειοανατολικά του, και από τη θάλασσα. Είναι όμως πιθανό μια γλώσσα της να ανέβαινε στους νοτιοανατολικούς της γηλόφους και μέχρι το Ξερό χωριό. Θα πρέπει να ήταν κάπως. αραιοκατοικημένη ή, ίσως, συγκροτημένη από μικρούς συνοικισμούς, αλλά το πιθανότερο και με βάση τα δύο μεγάλα νεκροταφεία από δύο μόνο μεγάλους συνοικισμούς. Ο ένας, ο βόρειος, προς τα ενδότερα και ο άλλος, ο νότιος, κατά μήκος και παράλληλα με την ακτή του κόλπου, όπως έχομε προσδιορίσει. Την αιτία της αυξημένης ζωτικότητας του νότιου έχομε σημειώσει και προσθέταμε ως ένδειξη της και το προς τα ανατολικά του αβέβαιης έκτασης νεκροταφείο.

Η πόλη αυτή θα άρχισε να κλονίζεται, όταν και η pax romana είχε αρχίσει να φθείρεται, θα διατηρήθηκε όμως και κατά τους πρώτους βυζαντινούς αιώνες σε αξιόλογη δραστηριότητα και όσο οι βυζαντινοί κυριαρχούσαν στις θάλασσες. Όταν όμως οι πειρατικές επιδρομές άρχισαν να γίνονται κατάσταση για τα παράλια, τότε η συρρίκνωση της πόλης αυτής κατάντησε ολοκληρωτική. Ίσως να πρέπει να τη συνδέσουμε με τις επιδρομές των Αράβων και την κατάληψη της Κρήτης απ’ αυτούς. Δεν πρέπει, εξάλλου, να υπάρχει αμφιβολία, μολονότι δεν έχομεν αμάχητα τεκμήρια ακόμη, ότι πρόκειται για την πόλη Λ ά μ ω ν και όχι για τον Φοίνικα και κατόπιν Φοίνικα Λαμπαίων. Τη δεύτερη αυτή πόλη θα συναντήσουμε δυτικότερα και θα δούμε, σε άλλη θέση βέβαια, ότι σ’ αυτήν είναι που δικαιολογείται απολύτως το φυτωνομικό τοπωνύμιο και όχι στην εδώ παρουσιαζόμενη.

Δεν είναι, νομίζω, και μεγάλης απορίας άξιο, ότι και ο σημερινός τουριστικός Πλακιάς αναπτύχθηκε στη θέση της αρχαίας πόλης και μάλιστα στο νότιο παράλιο τμήμα της και με αφετηρία, ακριβώς, τον γύρω από το Κατσούνι χώρο, όπως αναμφισβήτητα έγινε και με την ανάπτυξη του Λάμονα στην αρχαιότητα, όπως και ότι στη θέση του πανάρχαιου λιμενίσκου κατασκευάστηκε και ο σημερινός λιμενοβραχίονας. Ακόμη και το όνομα της τωρινής πόλης – θερέτρου βγήκε από τους τάφους του αρχαίου Λάμονα.

* Το κείμενο αυτό είναι προδημοσίευση αυτοτελούς αποσπάσματος από ευρύτερη εργασία του σογγραφέα σχετική με τις αρχαιότητες του νομού Ρεθύμνης.

Σχολιάστε »

Δεν υπάρχουν σχόλια.

RSS feed for comments on this post.

Σχολιάστε

Blog στο WordPress.com.