Άγονη γραμμή

20 Ιουλίου 2009

Ο ακονιστής

Filed under: Δαφέρμος Αντώνης — Άγονη Γραμμή @ 8:29 πμ

akonitis

OΙ ΠΑΛΙΟΙ ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΕΣ θα θυμούνται τον Γ. Μαρκάκη,τον τελευ­ταίο ακονιστή του τόπου μας. Το εργαστήρι του βρισκόταν στο σημερινό κατάστημα τσιγάρων του Γιώργη Δημητριάδη (Άιάσου). Ήταν ένα ισόγειο δωμάτιο στην οδό Εθνικής Αντιστάσως, δίπλα από την οδό Σουλίου,που βρίσκονταν συγκεντρωμένα όλα τα τσαγκαράδικα. Άλλος ένας ακονιστής ήταν ο Στέλιος Γάσπαρης.

Κύριο εργαλείο του ακοντιστή ήταν ο ποδοκίνητος τροχός. Ο ακονοτροχόςήταν φτιαγμένος από ειδική πέτρα,τη σμυριδόπετρα από τη Νάξο. Μπορεί να ήταν ατόφια, συμπαγής, επεξεργασμένη σμύριδα ή σμυριδόσκο-νη συμπιεσμένη μέσα σε καλούπι. Ο τροχός είχε διάμετρο περίπου 30 εκατοστών και στηριζόταν πάνω σε τέσσερα ξύλινα πόδια ύψους ενός μέτρου. Ήταν συνδεμένος με ένα λουρί (ιμάντα) που κατέληγε σε ένα πετάλι, όπως του ποδηλάτου ή της ραπτομηχανής. Όταν ο ακονιστής πατούσε το πετάλι, η περιστροφική κίνηση μεταδιδόταν στον τροχό. Η κίνηση του τροχού ήταν τόσο γρήγορη όσο περιστρεφόταν περισσότερο το πετάλι. Ο τροχιστής ακουμπούσε τα μαχαίρια στον τροχό με κατάλληλη κλίση και με την τριβή έβγαιναν δέσμες από σπίθες, που έμοιαζαν με ουρά κομήτη. Άλλα εργαλεία του ακονιστή ήταν η τανάλια, η πένσα,τα σφυριά και οι λίμες.

Με το άνοιγμα του μαγαζιού, κατέφταναν οι νοικοκυρές και έφερναν μαχαίρια, ψαλίδια, σκαπέθια, κόσσες και πλήθος άλλων κοπτικών εργαλείων. Εκείνος τα ακόνιζε με τέχνη που τα έκανε να «ξυρίζουν».

Για μένα, όμως, παραμένει μια αξέχαστη φιγούρα των παιδικών μου αναμνήσεων ο πλανόδιος ακονιστής. Σκυμμένος από το βαρύ φορτίο που κουβαλούσε στην πλάτη, έφτανε από χωριό σε χωριό. Γύριζε τις γειτονιές, στα καλντερίμια και στους χωματόδρομους, φωνάζοντας «ψαλίδια, μαχαίρια, ακονίζωωω…, ο ακονιστήηης…». Κατά διαστήματα, ξεφορτωνόταν το βαρύ φορτίο του, ακουμπούσε κάτω τα εργαλεία του, έπαιρνε μιαν ανάσα και ξαναφώναζε με όση δύναμη είχε.

Δεν αργούσαν να φτάσουν οι κάτοικοι, κρατώντας τσεκούρια, κλαδευτήρια, σκαλίδες, μαχαίρια κ.λπ.,για ακόνισμα. Εμείς οι πιτσιρικάδες, τσούρμο ολόκληρο, παρατηρούσαμε με περιέργεια αλλά και θαυμασμό τις σπίθες που ξεπηδούσαν από τον τροχό.

Ο ακονιστής καμάρωνε που τόσος κόσμος παρακολουθούσε την τέχνη του. Έστριβε το μουστάκι του. άπλωνε τα υπόλοιπα εργαλεία του και δοκίμαζε σε ξύλα τα ακονισμένα μαχαίρια για να τους αποδείξει ότι έγινε καλή δουλειά. Κατά διαστήματα, έριχνε λίγο νερό στον τροχό για να κρυώνει και να λειτουργεί καλύτερα.

Οι πλανόδιοι ακονιστές ήσαν κυρίως ηπειρώτες και τσιγγάνοι. Τα χρόνια τα παλιά, οι ακονιστές, οι γανωτζήδες και οι διάφοροι πραματευτάδες έδι­ναν μιαν ευχάριστη νότα με την παρουσία τους στα χωριά. Σημειώνουμε ότι ο κουρέας ακονίζει τα ξυράφια του πάνω σε ένα λουρί και ο χασάπης σε μια στρογγυλή λίμα. Στο χωριό μου.οι γεωργοί βρίσκουν στο βουνό κάτι άσπρες μαλακές πέτρες, τα ακόνια, και εκεί ακονίζουν τα διάφορα εργαλεία, τρίβοντας τα επάνω στην πέτρα και ρίχνοντας λίγο νερό.

Δυτικά της Ελούντας λειτουργούν ορυχεία απ’ όπου βγαίνει η ακονόπετρα. Με κασμάδες, βαριές, σφυριά, λοστούς κοπίδια και ματσακούπια δουλεύουν στις ακονιές για να δαμάσουν τη σκληρή σμυριδόπετρα και να την κάνουν «γλυκό ψωμί» στο τραπέζι τους. Όταν βγάλουν την ακονόπετρα από τη γη. την πηγαίνουν στην Ελούντα ή στο Ηράκλειο. Εκεί την επεξεργάζονται, την κόβουν σε μικρά τεμάχια με αδαμαντοτροχούς, τα οποία συσκευάζονται και πουλιούνται 3-4 εύρώ.

Κατά την αρχαιότητα λειτουργούσαν εδώ λατομεία ακονόπετρας. Σήμερα βλέπει κανείς βουνά ολόκληρα κομμένες πέτρες, διάτρητους βράχους και τεράστιους σωρούς από μαυριδερά χαλίκια. Όλα μαρτυρούν τον τιτάνιο αγώνα του ανθρώπου από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα.

Μεταφορικά χρησιμοποιούμε μερικές φράσεις. Όταν κάποιος ετοιμάζεται να φάει κάτι με λαιμαργία λέμε ότι ακονίζει τα δόντια του. Όταν κάποιος ετοιμάζεται να κάνει φραστική επίθεση λέμε ότι ακονίζει τη γλώσσα του, ενώ όταν γράφει με οξύτητα εναντίον κάποιου, ακονίζει την πένα του.

Σήμερα δεν ακούγεται η φωνή του ακονιστή στα χωριά. Άλλο ένα θύμα προστέθηκε στον κατάλογο της τεχνολογίας και της εκβιομηχανοποίησης. Έμεινε όμως η μαντινάδα που λέει:

Ήθελα να ‘μουν τροχατζής με τον τροχό στον ώμο για να περνώ ελεύθερα στ’ αγάπης μου το δρόμο.

Δαφέρμος Αντώνης, Παρδοσιακά επαγγέλματα που χάνονται. Ρέθυμνο 2007

Σχολιάστε »

Δεν υπάρχουν σχόλια.

RSS feed for comments on this post.

Σχολιάστε

Blog στο WordPress.com.